- λέβα
- [λεβάρω](προστ. τού λεβάρω)1. ναυτικό κέλευσμα αντίστοιχο με το επίσημο αίρε2. φρ. «λέβα μπρος» ή «λέβα πίσω» — ναυτικά παραγγέλματα για την έλξη των λέμβων προς την πλώρη ή προς την πρύμνη, με έλξη τού σχοινιού προς τα εμπρός ή προς τα πίσω.
Dictionary of Greek. 2013.